- κλύε
- κλύωhearaor imperat act 2nd sgκλύωhearpres imperat act 2nd sgκλύωhearaor ind act 3rd sg (homeric ionic)κλύωhearimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλύ' — κλύε , κλύω hear aor imperat act 2nd sg κλύε , κλύω hear pres imperat act 2nd sg κλύε , κλύω hear aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κλύε , κλύω hear imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλύεν — κλύε̄ν , κλύω hear pres inf act (epic doric) κλύω hear aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κλύω hear imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλύες — κλύε̄ς , κλύω hear pres ind act 2nd sg (doric) κλύω hear aor ind act 2nd sg (homeric ionic) κλύω hear imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
πόρπαξ — ακος, ο, ΝΑ 1. νεοελλ. στρ. μεταλλικός κρίκος τών παλαιών πυροβόλων που χρησίμευε για τη στερέωση τού σωλήνα τού πυροβόλου στο σαμάρι τού ζώου που τόν μετέφερε, αλλ. πόρπη 2. η λαβή τής ασπίδας, κρίκος ή λουρί προσαρμοσμένο στην ασπίδα («ἴσχε διά … Dictionary of Greek